Jump to content

μινωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μινωικός (minoïkósm (feminine μινωική, neuter μινωικό)

  1. Of the Minoan people, culture or language

Declension

[edit]
Declension of μινωικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μινωικός (minoïkós) μινωική (minoïkí) μινωικό (minoïkó) μινωικοί (minoïkoí) μινωικές (minoïkés) μινωικά (minoïká)
genitive μινωικού (minoïkoú) μινωικής (minoïkís) μινωικού (minoïkoú) μινωικών (minoïkón) μινωικών (minoïkón) μινωικών (minoïkón)
accusative μινωικό (minoïkó) μινωική (minoïkí) μινωικό (minoïkó) μινωικούς (minoïkoús) μινωικές (minoïkés) μινωικά (minoïká)
vocative μινωικέ (minoïké) μινωική (minoïkí) μινωικό (minoïkó) μινωικοί (minoïkoí) μινωικές (minoïkés) μινωικά (minoïká)