Jump to content

μιλιταρισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μιλιταρισμός (militarismósm (uncountable)

  1. militarism
    Synonym: στρατοκρατία (stratokratía)
    Antonym: αντιμιλιταρισμός (antimilitarismós)

Declension

[edit]
Declension of μιλιταρισμός
singular plural
nominative μιλιταρισμός (militarismós) μιλιταρισμοί (militarismoí)
genitive μιλιταρισμού (militarismoú) μιλιταρισμών (militarismón)
accusative μιλιταρισμό (militarismó) μιλιταρισμούς (militarismoús)
vocative μιλιταρισμέ (militarismé) μιλιταρισμοί (militarismoí)

Coordinate terms

[edit]