μιλιταρισμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μιλιταρισμός • (militarismós) m (uncountable)
- militarism
- Synonym: στρατοκρατία (stratokratía)
- Antonym: αντιμιλιταρισμός (antimilitarismós)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μιλιταρισμός (militarismós) | μιλιταρισμοί (militarismoí) |
genitive | μιλιταρισμού (militarismoú) | μιλιταρισμών (militarismón) |
accusative | μιλιταρισμό (militarismó) | μιλιταρισμούς (militarismoús) |
vocative | μιλιταρισμέ (militarismé) | μιλιταρισμοί (militarismoí) |
Coordinate terms
[edit]- see: στρατός m (stratós, “army”)