Jump to content

μικτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

μικτός (miktósm (feminine μικτή, neuter μικτό)

  1. mixed

Declension

[edit]
Declension of μικτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μικτός (miktós) μικτή (miktí) μικτό (miktó) μικτοί (miktoí) μικτές (miktés) μικτά (miktá)
genitive μικτού (miktoú) μικτής (miktís) μικτού (miktoú) μικτών (miktón) μικτών (miktón) μικτών (miktón)
accusative μικτό (miktó) μικτή (miktí) μικτό (miktó) μικτούς (miktoús) μικτές (miktés) μικτά (miktá)
vocative μικτέ (mikté) μικτή (miktí) μικτό (miktó) μικτοί (miktoí) μικτές (miktés) μικτά (miktá)