μικροοικονομικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from French microéconomique. By surface analysis, μικροοικονομ(ία) (mikrooikonom(ía)) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]μικροοικονομικός • (mikrooikonomikós) m (feminine μικροοικονομική, neuter μικροοικονομικό)
Declension
[edit]Declension of μικροοικονομικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μικροοικονομικός • | μικροοικονομική • | μικροοικονομικό • | μικροοικονομικοί • | μικροοικονομικές • | μικροοικονομικά • |
genitive | μικροοικονομικού • | μικροοικονομικής • | μικροοικονομικού • | μικροοικονομικών • | μικροοικονομικών • | μικροοικονομικών • |
accusative | μικροοικονομικό • | μικροοικονομική • | μικροοικονομικό • | μικροοικονομικούς • | μικροοικονομικές • | μικροοικονομικά • |
vocative | μικροοικονομικέ • | μικροοικονομική • | μικροοικονομικό • | μικροοικονομικοί • | μικροοικονομικές • | μικροοικονομικά • |
Related terms
[edit]- μακροοικονομικός (makrooikonomikós)
- μικροοικονομία f (mikrooikonomía)
References
[edit]- ^ μικροοικονομικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language