Jump to content

μικροοικονομικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from French microéconomique. By surface analysis, μικροοικονομ(ία) (mikrooikonom(ía)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /mi.kɾo.i.ko.no.miˈkos/
  • Hyphenation: μι‧κρο‧οι‧κο‧νο‧μι‧κός

Adjective

[edit]

μικροοικονομικός (mikrooikonomikósm (feminine μικροοικονομική, neuter μικροοικονομικό)

  1. microeconomic

Declension

[edit]
Declension of μικροοικονομικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μικροοικονομικός (mikrooikonomikós) μικροοικονομική (mikrooikonomikí) μικροοικονομικό (mikrooikonomikó) μικροοικονομικοί (mikrooikonomikoí) μικροοικονομικές (mikrooikonomikés) μικροοικονομικά (mikrooikonomiká)
genitive μικροοικονομικού (mikrooikonomikoú) μικροοικονομικής (mikrooikonomikís) μικροοικονομικού (mikrooikonomikoú) μικροοικονομικών (mikrooikonomikón) μικροοικονομικών (mikrooikonomikón) μικροοικονομικών (mikrooikonomikón)
accusative μικροοικονομικό (mikrooikonomikó) μικροοικονομική (mikrooikonomikí) μικροοικονομικό (mikrooikonomikó) μικροοικονομικούς (mikrooikonomikoús) μικροοικονομικές (mikrooikonomikés) μικροοικονομικά (mikrooikonomiká)
vocative μικροοικονομικέ (mikrooikonomiké) μικροοικονομική (mikrooikonomikí) μικροοικονομικό (mikrooikonomikó) μικροοικονομικοί (mikrooikonomikoí) μικροοικονομικές (mikrooikonomikés) μικροοικονομικά (mikrooikonomiká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ μικροοικονομικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language