Jump to content

μιγαδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μιγαδικός (migadikósm (feminine μιγαδική, neuter μιγαδικό)

  1. (mathematics) referring to complex numbers

Declension

[edit]
Declension of μιγαδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μιγαδικός (migadikós) μιγαδική (migadikí) μιγαδικό (migadikó) μιγαδικοί (migadikoí) μιγαδικές (migadikés) μιγαδικά (migadiká)
genitive μιγαδικού (migadikoú) μιγαδικής (migadikís) μιγαδικού (migadikoú) μιγαδικών (migadikón) μιγαδικών (migadikón) μιγαδικών (migadikón)
accusative μιγαδικό (migadikó) μιγαδική (migadikí) μιγαδικό (migadikó) μιγαδικούς (migadikoús) μιγαδικές (migadikés) μιγαδικά (migadiká)
vocative μιγαδικέ (migadiké) μιγαδική (migadikí) μιγαδικό (migadikó) μιγαδικοί (migadikoí) μιγαδικές (migadikés) μιγαδικά (migadiká)

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]