Jump to content

μηνοειδής

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μείς (meís, crescent moon, oblique stem: μην-, mēn-) +‎ -ειδής (-eidḗs)

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

μηνοειδής (mēnoeidḗsm or f (neuter μηνοειδές); third declension

  1. crescent-shaped, crescentic, crescentiform, crescentoid

Declension

[edit]

Derived terms

[edit]

Descendants

[edit]
  • Latin: mēnoīdēs

References

[edit]

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

μηνοειδής (minoeidísm (feminine μηνοειδής, neuter μηνοειδές)

  1. crescent, crescent-shaped, lunate, meniscus (shaped)
    μηνοειδές σίγμαminoeidés sígmalunate sigma

Declension

[edit]
Declension of μηνοειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μηνοειδής (minoeidís) μηνοειδής (minoeidís) μηνοειδές (minoeidés) μηνοειδείς (minoeideís) μηνοειδείς (minoeideís) μηνοειδή (minoeidí)
genitive μηνοειδούς (minoeidoús)
μηνοειδή (minoeidí)
μηνοειδούς (minoeidoús) μηνοειδούς (minoeidoús) μηνοειδών (minoeidón) μηνοειδών (minoeidón) μηνοειδών (minoeidón)
accusative μηνοειδή (minoeidí) μηνοειδή (minoeidí) μηνοειδές (minoeidés) μηνοειδείς (minoeideís) μηνοειδείς (minoeideís) μηνοειδή (minoeidí)
vocative μηνοειδή (minoeidí)
μηνοειδής (minoeidís)
μηνοειδής (minoeidís) μηνοειδές (minoeidés) μηνοειδείς (minoeideís) μηνοειδείς (minoeideís) μηνοειδή (minoeidí)

Further reading

[edit]