μετριόφρων
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]μετριόφρων • (metriófron) m (feminine μετριόφρων, neuter μετριόφρον)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μετριόφρων (metriófron) | μετριόφρων (metriófron) | μετριόφρον (metriófron) | μετριόφρονες (metriófrones) | μετριόφρονες (metriófrones) | μετριόφρονα (metriófrona) | |
genitive | μετριόφρονος (metriófronos) | μετριόφρονος (metriófronos) | μετριόφρονος (metriófronos) | μετριοφρόνων (metriofrónon) | μετριοφρόνων (metriofrónon) | μετριοφρόνων (metriofrónon) | |
accusative | μετριόφρονα (metriófrona) | μετριόφρονα (metriófrona) | μετριόφρον (metriófron) | μετριόφρονες (metriófrones) | μετριόφρονες (metriófrones) | μετριόφρονα (metriófrona) | |
vocative | μετριόφρων (metriófron) μετριόφρονα (metriófrona) |
μετριόφρων (metriófron) | μετριόφρον (metriófron) | μετριόφρονες (metriófrones) | μετριόφρονες (metriófrones) | μετριόφρονα (metriófrona) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μετριόφρων, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μετριόφρων, etc.)