Jump to content

μετριότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
 

Noun

[edit]

μετρῐότητᾰ (metriótēta)

  1. accusative singular of μετριότης (metriótēs)

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek μετριότης (metriótēs), equivalent to μέτριος (métrios, moderate, mediocre) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness).

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

μετριότητα (metriótitaf (plural μετριότητες)

  1. mediocrity

Declension

[edit]
Declension of μετριότητα
singular plural
nominative μετριότητα (metriótita) μετριότητες (metriótites)
genitive μετριότητας (metriótitas) μετριοτήτων (metriotíton)
accusative μετριότητα (metriótita) μετριότητες (metriótites)
vocative μετριότητα (metriótita) μετριότητες (metriótites)

Further reading

[edit]