Jump to content

μετριοφροσύνη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μετριοφροσύνη (metriofrosýnif (plural μετριοφροσύνες)

  1. modesty, humility

Declension

[edit]
Declension of μετριοφροσύνη
singular plural
nominative μετριοφροσύνη (metriofrosýni) μετριοφροσύνες (metriofrosýnes)
genitive μετριοφροσύνης (metriofrosýnis) -
accusative μετριοφροσύνη (metriofrosýni) μετριοφροσύνες (metriofrosýnes)
vocative μετριοφροσύνη (metriofrosýni) μετριοφροσύνες (metriofrosýnes)

plural form is uncommon

See also

[edit]