Jump to content

μετουσίωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μετουσίωση (metousíosif (plural μετουσιώωσεις)

  1. transformation
  2. (religion, Catholicism) transubstantiation

Declension

[edit]
Declension of μετουσίωση
singular plural
nominative μετουσίωση (metousíosi) μετουσιώωσεις (metousióoseis)
genitive μετουσίωσης (metousíosis) μετουσιώωσεων (metousióoseon)
accusative μετουσίωση (metousíosi) μετουσιώωσεις (metousióoseis)
vocative μετουσίωση (metousíosi) μετουσιώωσεις (metousióoseis)

Older or formal genitive singular: μετουσιώωσεως (metousióoseos)

[edit]

Further reading

[edit]