Jump to content

μεταξωτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From μετάξι (metáxi, silk) +‎ -τος (-tos, suffix forming adjectives).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

μεταξωτός (metaxotósm (feminine μεταξωτή, neuter μεταξωτό)

  1. of silk; made of silk.
    Αγόρασα ένα νέο μεταξωτό φόρεμα.
    Agórasa éna néo metaxotó fórema.
    I bought a new silk dress.

Declension

[edit]
Declension of μεταξωτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεταξωτός (metaxotós) μεταξωτή (metaxotí) μεταξωτό (metaxotó) μεταξωτοί (metaxotoí) μεταξωτές (metaxotés) μεταξωτά (metaxotá)
genitive μεταξωτού (metaxotoú) μεταξωτής (metaxotís) μεταξωτού (metaxotoú) μεταξωτών (metaxotón) μεταξωτών (metaxotón) μεταξωτών (metaxotón)
accusative μεταξωτό (metaxotó) μεταξωτή (metaxotí) μεταξωτό (metaxotó) μεταξωτούς (metaxotoús) μεταξωτές (metaxotés) μεταξωτά (metaxotá)
vocative μεταξωτέ (metaxoté) μεταξωτή (metaxotí) μεταξωτό (metaxotó) μεταξωτοί (metaxotoí) μεταξωτές (metaxotés) μεταξωτά (metaxotá)