Jump to content

μετανοών

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μετανοών (metanoónm (feminine μετανούσα, neuter μετανούν)

  1. penitent, remorseful

Declension

[edit]
Declension of μετανοών
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μετανοών (metanoón) μετανοούσα (metanooúsa) μετανοόν (metanoón) μετανοόντες (metanoóntes) μετανοούσες (metanooúses) μετανοόντα (metanoónta)
genitive μετανοόντος (metanoóntos) μετανοούσας (metanooúsas)
μετανοούσης (metanooúsis)
μετανοόντος (metanoóntos) μετανοόντων (metanoónton) μετανοουσών (metanoousón) μετανοόντων (metanoónton)
accusative μετανοόντα (metanoónta) μετανοούσα (metanooúsa) μετανοόν (metanoón) μετανοόντες (metanoóntes) μετανοούσες (metanooúses) μετανοόντα (metanoónta)
vocative μετανοών (metanoón) μετανοούσα (metanooúsa) μετανοόν (metanoón) μετανοόντες (metanoóntes) μετανοούσες (metanooúses) μετανοόντα (metanoónta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μετανοών, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μετανοών, etc.)