μεταμορφώθηκε
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]μεταμορφώθηκε • (metamorfóthike)
- third-person singular simple past of μεταμορφώνομαι (metamorfónomai), the passive of μεταμορφώνω (metamorfóno)
μεταμορφώθηκε • (metamorfóthike)