Jump to content

μετακόμιση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μετακόμιση (metakómisif (plural μετακομίσεις)

  1. moving house, getting out, removal

Declension

[edit]
Declension of μετακόμιση
singular plural
nominative μετακόμιση (metakómisi) μετακομίσεις (metakomíseis)
genitive μετακόμισης (metakómisis) μετακομίσεων (metakomíseon)
accusative μετακόμιση (metakómisi) μετακομίσεις (metakomíseis)
vocative μετακόμιση (metakómisi) μετακομίσεις (metakomíseis)

Older or formal genitive singular: μετακομίσεως (metakomíseos)