Jump to content

μεταγλωττίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μεταγλωττίστρια (metaglottístriaf (plural μεταγλωττίστριες, masculine μεταγλωττιστής)

  1. (film) dubber (person who dubs films)

Declension

[edit]
Declension of μεταγλωττίστρια
singular plural
nominative μεταγλωττίστρια (metaglottístria) μεταγλωττίστριες (metaglottístries)
genitive μεταγλωττίστριας (metaglottístrias) μεταγλωττιστριών (metaglottistrión)
accusative μεταγλωττίστρια (metaglottístria) μεταγλωττίστριες (metaglottístries)
vocative μεταγλωττίστρια (metaglottístria) μεταγλωττίστριες (metaglottístries)