Jump to content

μεταβλητότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μεταβλητότητα (metavlitótitaf (usually uncountable, plural μεταβλητότητες)

  1. changeableness, variability, volatility

Declension

[edit]
Declension of μεταβλητότητα
singular plural
nominative μεταβλητότητα (metavlitótita) μεταβλητότητες (metavlitótites)
genitive μεταβλητότητας (metavlitótitas) μεταβλητοτήτων (metavlitotíton)
accusative μεταβλητότητα (metavlitótita) μεταβλητότητες (metavlitótites)
vocative μεταβλητότητα (metavlitótita) μεταβλητότητες (metavlitótites)
[edit]

Further reading

[edit]