Jump to content

μεταβαλλόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /me.ta.vaˈlo.me.nos/
  • Hyphenation: με‧τα‧βαλ‧λό‧με‧νος

Participle

[edit]

μεταβαλλόμενος (metavallómenosm (feminine μεταβαλλόμενη, neuter μεταβαλλόμενο)

  1. passive present participle of μεταβάλλω (metavállo)

Declension

[edit]
Declension of μεταβαλλόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεταβαλλόμενος (metavallómenos) μεταβαλλόμενη (metavallómeni) μεταβαλλόμενο (metavallómeno) μεταβαλλόμενοι (metavallómenoi) μεταβαλλόμενες (metavallómenes) μεταβαλλόμενα (metavallómena)
genitive μεταβαλλόμενου (metavallómenou) μεταβαλλόμενης (metavallómenis) μεταβαλλόμενου (metavallómenou) μεταβαλλόμενων (metavallómenon) μεταβαλλόμενων (metavallómenon) μεταβαλλόμενων (metavallómenon)
accusative μεταβαλλόμενο (metavallómeno) μεταβαλλόμενη (metavallómeni) μεταβαλλόμενο (metavallómeno) μεταβαλλόμενους (metavallómenous) μεταβαλλόμενες (metavallómenes) μεταβαλλόμενα (metavallómena)
vocative μεταβαλλόμενε (metavallómene) μεταβαλλόμενη (metavallómeni) μεταβαλλόμενο (metavallómeno) μεταβαλλόμενοι (metavallómenoi) μεταβαλλόμενες (metavallómenes) μεταβαλλόμενα (metavallómena)