μεταβαλλόμενος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]μεταβαλλόμενος • (metavallómenos) m (feminine μεταβαλλόμενη, neuter μεταβαλλόμενο)
- passive present participle of μεταβάλλω (metavállo)
Declension
[edit]Declension of μεταβαλλόμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεταβαλλόμενος • | μεταβαλλόμενη • | μεταβαλλόμενο • | μεταβαλλόμενοι • | μεταβαλλόμενες • | μεταβαλλόμενα • |
genitive | μεταβαλλόμενου • | μεταβαλλόμενης • | μεταβαλλόμενου • | μεταβαλλόμενων • | μεταβαλλόμενων • | μεταβαλλόμενων • |
accusative | μεταβαλλόμενο • | μεταβαλλόμενη • | μεταβαλλόμενο • | μεταβαλλόμενους • | μεταβαλλόμενες • | μεταβαλλόμενα • |
vocative | μεταβαλλόμενε • | μεταβαλλόμενη • | μεταβαλλόμενο • | μεταβαλλόμενοι • | μεταβαλλόμενες • | μεταβαλλόμενα • |