Jump to content

μεσολιθικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μεσολιθικός (mesolithikósm (feminine μεσολιθική, neuter μεσολιθικό)

  1. (archaeology) Mesolithic, pertaining to the Middle Stone Age

Declension

[edit]
Declension of μεσολιθικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεσολιθικός (mesolithikós) μεσολιθική (mesolithikí) μεσολιθικό (mesolithikó) μεσολιθικοί (mesolithikoí) μεσολιθικές (mesolithikés) μεσολιθικά (mesolithiká)
genitive μεσολιθικού (mesolithikoú) μεσολιθικής (mesolithikís) μεσολιθικού (mesolithikoú) μεσολιθικών (mesolithikón) μεσολιθικών (mesolithikón) μεσολιθικών (mesolithikón)
accusative μεσολιθικό (mesolithikó) μεσολιθική (mesolithikí) μεσολιθικό (mesolithikó) μεσολιθικούς (mesolithikoús) μεσολιθικές (mesolithikés) μεσολιθικά (mesolithiká)
vocative μεσολιθικέ (mesolithiké) μεσολιθική (mesolithikí) μεσολιθικό (mesolithikó) μεσολιθικοί (mesolithikoí) μεσολιθικές (mesolithikés) μεσολιθικά (mesolithiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεσολιθικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεσολιθικός, etc.)

[edit]