Jump to content

μενσεβικικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

μενσεβικικός (mensevikikósm (feminine μενσεβικική, neuter μενσεβικικό)

  1. (history, politics) Menshevik

Declension

[edit]
Declension of μενσεβικικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μενσεβικικός (mensevikikós) μενσεβικική (mensevikikí) μενσεβικικό (mensevikikó) μενσεβικικοί (mensevikikoí) μενσεβικικές (mensevikikés) μενσεβικικά (mensevikiká)
genitive μενσεβικικού (mensevikikoú) μενσεβικικής (mensevikikís) μενσεβικικού (mensevikikoú) μενσεβικικών (mensevikikón) μενσεβικικών (mensevikikón) μενσεβικικών (mensevikikón)
accusative μενσεβικικό (mensevikikó) μενσεβικική (mensevikikí) μενσεβικικό (mensevikikó) μενσεβικικούς (mensevikikoús) μενσεβικικές (mensevikikés) μενσεβικικά (mensevikiká)
vocative μενσεβικικέ (mensevikiké) μενσεβικική (mensevikikí) μενσεβικικό (mensevikikó) μενσεβικικοί (mensevikikoí) μενσεβικικές (mensevikikés) μενσεβικικά (mensevikiká)

Antonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]