Jump to content

μεμβράνη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μεμβράνη (memvránif (plural μεμβράνες)

  1. membrane
  2. film (thin layer)
  3. tegument
  4. vellum

Declension

[edit]
Declension of μεμβράνη
singular plural
nominative μεμβράνη (memvráni) μεμβράνες (memvránes)
genitive μεμβράνης (memvránis) μεμβρανών (memvranón)
accusative μεμβράνη (memvráni) μεμβράνες (memvránes)
vocative μεμβράνη (memvráni) μεμβράνες (memvránes)

See also

[edit]