Jump to content

μελωδία

From Wiktionary, the free dictionary
See also: μελῳδία

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μελωδία (melodíaf (plural μελωδίες)

  1. (music) melody, tune
  2. (music) carol, tune

Declension

[edit]
Declension of μελωδία
singular plural
nominative μελωδία (melodía) μελωδίες (melodíes)
genitive μελωδίας (melodías) μελωδιών (melodión)
accusative μελωδία (melodía) μελωδίες (melodíes)
vocative μελωδία (melodía) μελωδίες (melodíes)
[edit]