Jump to content

μελένιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μελένιος (meléniosm (feminine μελένια, neuter μελένιο)

  1. containing honey, honeyed
  2. honey-coloured
  3. (figuratively) sugary, over-sweet

Declension

[edit]
Declension of μελένιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μελένιος (melénios) μελένια (melénia) μελένιο (melénio) μελένιοι (melénioi) μελένιες (melénies) μελένια (melénia)
genitive μελένιου (meléniou) μελένιας (melénias) μελένιου (meléniou) μελένιων (melénion) μελένιων (melénion) μελένιων (melénion)
accusative μελένιο (melénio) μελένια (melénia) μελένιο (melénio) μελένιους (melénious) μελένιες (melénies) μελένια (melénia)
vocative μελένιε (melénie) μελένια (melénia) μελένιο (melénio) μελένιοι (melénioi) μελένιες (melénies) μελένια (melénia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μελένιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μελένιος, etc.)

[edit]