Jump to content

μελάτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μελάτος (melátosm (feminine μελάτη, neuter μελάτο)

  1. soft-boiled (of an egg (literally) honey like)
  2. (literary) very sweet
  3. A type of sponge in its natural habitat[1]

Declension

[edit]
Declension of μελάτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μελάτος (melátos) μελάτη (meláti) μελάτο (meláto) μελάτοι (melátoi) μελάτες (melátes) μελάτα (meláta)
genitive μελάτου (melátou) μελάτης (melátis) μελάτου (melátou) μελάτων (meláton) μελάτων (meláton) μελάτων (meláton)
accusative μελάτο (meláto) μελάτη (meláti) μελάτο (meláto) μελάτους (melátous) μελάτες (melátes) μελάτα (meláta)
vocative μελάτε (meláte) μελάτη (meláti) μελάτο (meláto) μελάτοι (melátoi) μελάτες (melátes) μελάτα (meláta)

Derived terms

[edit]
  • μελάτο αβγό n (meláto avgó, soft-boiled egg)

References

[edit]
  1. ^ as in Καρκαβίτσας, Λογια τής Πλώρης