Jump to content

μειωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μειωμένος (meioménosm (feminine μειωμένη, neuter μειωμένο)

  1. lower
  2. reduced, lessened
  3. humiliated, fallen

Declension

[edit]
Declension of μειωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μειωμένος (meioménos) μειωμένη (meioméni) μειωμένο (meioméno) μειωμένοι (meioménoi) μειωμένες (meioménes) μειωμένα (meioména)
genitive μειωμένου (meioménou) μειωμένης (meioménis) μειωμένου (meioménou) μειωμένων (meioménon) μειωμένων (meioménon) μειωμένων (meioménon)
accusative μειωμένο (meioméno) μειωμένη (meioméni) μειωμένο (meioméno) μειωμένους (meioménous) μειωμένες (meioménes) μειωμένα (meioména)
vocative μειωμένε (meioméne) μειωμένη (meioméni) μειωμένο (meioméno) μειωμένοι (meioménoi) μειωμένες (meioménes) μειωμένα (meioména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μειωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μειωμένος, etc.)