Jump to content

μεθυστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μεθυστικός (methystikósm (feminine μεθυστική, neuter μεθυστικό)

  1. intoxicating, liking drunkenness
    Antonym: αντιμεθυστικός (antimethystikós)

Declension

[edit]
Declension of μεθυστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεθυστικός (methystikós) μεθυστική (methystikí) μεθυστικό (methystikó) μεθυστικοί (methystikoí) μεθυστικές (methystikés) μεθυστικά (methystiká)
genitive μεθυστικού (methystikoú) μεθυστικής (methystikís) μεθυστικού (methystikoú) μεθυστικών (methystikón) μεθυστικών (methystikón) μεθυστικών (methystikón)
accusative μεθυστικό (methystikó) μεθυστική (methystikí) μεθυστικό (methystikó) μεθυστικούς (methystikoús) μεθυστικές (methystikés) μεθυστικά (methystiká)
vocative μεθυστικέ (methystiké) μεθυστική (methystikí) μεθυστικό (methystikó) μεθυστικοί (methystikoí) μεθυστικές (methystikés) μεθυστικά (methystiká)
[edit]
  • see: μεθώ (methó, to get drunk)