Jump to content

μεθοδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μέθοδος (méthodos) +‎ -ῐκός (-ĭkós)

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

μεθοδῐκός (methodĭkósm (feminine μεθοδῐκή, neuter μεθοδῐκόν); first/second declension

  1. going to work by rule, methodical, systematic
  2. (surgery, of treatment) first-aid
  3. crafty

Declension

[edit]

Derived terms

[edit]

Descendants

[edit]
  • Greek: μεθοδικός (methodikós)

References

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the Ancient Greek μεθοδῐκός (methodĭkós).

Adjective

[edit]

μεθοδικός (methodikósm (feminine μεθοδική, neuter μεθοδικό)

  1. methodical, orderly, businesslike, systematic

Declension

[edit]
Declension of μεθοδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεθοδικός (methodikós) μεθοδική (methodikí) μεθοδικό (methodikó) μεθοδικοί (methodikoí) μεθοδικές (methodikés) μεθοδικά (methodiká)
genitive μεθοδικού (methodikoú) μεθοδικής (methodikís) μεθοδικού (methodikoú) μεθοδικών (methodikón) μεθοδικών (methodikón) μεθοδικών (methodikón)
accusative μεθοδικό (methodikó) μεθοδική (methodikí) μεθοδικό (methodikó) μεθοδικούς (methodikoús) μεθοδικές (methodikés) μεθοδικά (methodiká)
vocative μεθοδικέ (methodiké) μεθοδική (methodikí) μεθοδικό (methodikó) μεθοδικοί (methodikoí) μεθοδικές (methodikés) μεθοδικά (methodiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεθοδικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεθοδικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεθοδικότερος (methodikóteros) μεθοδικότερη (methodikóteri) μεθοδικότερο (methodikótero) μεθοδικότεροι (methodikóteroi) μεθοδικότερες (methodikóteres) μεθοδικότερα (methodikótera)
genitive μεθοδικότερου (methodikóterou) μεθοδικότερης (methodikóteris) μεθοδικότερου (methodikóterou) μεθοδικότερων (methodikóteron) μεθοδικότερων (methodikóteron) μεθοδικότερων (methodikóteron)
accusative μεθοδικότερο (methodikótero) μεθοδικότερη (methodikóteri) μεθοδικότερο (methodikótero) μεθοδικότερους (methodikóterous) μεθοδικότερες (methodikóteres) μεθοδικότερα (methodikótera)
vocative μεθοδικότερε (methodikótere) μεθοδικότερη (methodikóteri) μεθοδικότερο (methodikótero) μεθοδικότεροι (methodikóteroi) μεθοδικότερες (methodikóteres) μεθοδικότερα (methodikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μεθοδικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεθοδικότατος (methodikótatos) μεθοδικότατη (methodikótati) μεθοδικότατο (methodikótato) μεθοδικότατοι (methodikótatoi) μεθοδικότατες (methodikótates) μεθοδικότατα (methodikótata)
genitive μεθοδικότατου (methodikótatou) μεθοδικότατης (methodikótatis) μεθοδικότατου (methodikótatou) μεθοδικότατων (methodikótaton) μεθοδικότατων (methodikótaton) μεθοδικότατων (methodikótaton)
accusative μεθοδικότατο (methodikótato) μεθοδικότατη (methodikótati) μεθοδικότατο (methodikótato) μεθοδικότατους (methodikótatous) μεθοδικότατες (methodikótates) μεθοδικότατα (methodikótata)
vocative μεθοδικότατε (methodikótate) μεθοδικότατη (methodikótati) μεθοδικότατο (methodikótato) μεθοδικότατοι (methodikótatoi) μεθοδικότατες (methodikótates) μεθοδικότατα (methodikótata)
[edit]