Jump to content

μεγαλούτσικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μεγάλος (megálos, large) +‎ -ούτσικος (-oútsikos, diminutive form)

Adjective

[edit]

μεγαλούτσικος (megaloútsikosm (feminine μεγαλούτσικη or μεγαλούτσικια, neuter μεγαλούτσικο)

  1. biggish, largish, big enough, somewhat big (but not very big)
  2. old enough, oldish, somewhat old (but not very old) (of a person)
    Είδες τον καινούριο φίλο της Μαρίας; Μεγαλούτσικος δεν είναι;
    Eídes ton kainoúrio fílo tis Marías? Megaloútsikos den eínai?
    Have you seen Mary's new boyfriend? He is rather old, isn't he?

Declension

[edit]
Declension of μεγαλούτσικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεγαλούτσικος (megaloútsikos) μεγαλούτσικη (megaloútsiki)
μεγαλούτσικια (megaloútsikia)
μεγαλούτσικο (megaloútsiko) μεγαλούτσικοι (megaloútsikoi) μεγαλούτσικες (megaloútsikes) μεγαλούτσικα (megaloútsika)
genitive μεγαλούτσικου (megaloútsikou) μεγαλούτσικης (megaloútsikis)
μεγαλούτσικιας (megaloútsikias)
μεγαλούτσικου (megaloútsikou) μεγαλούτσικων (megaloútsikon) μεγαλούτσικων (megaloútsikon) μεγαλούτσικων (megaloútsikon)
accusative μεγαλούτσικο (megaloútsiko) μεγαλούτσικη (megaloútsiki)
μεγαλούτσικια (megaloútsikia)
μεγαλούτσικο (megaloútsiko) μεγαλούτσικους (megaloútsikous) μεγαλούτσικες (megaloútsikes) μεγαλούτσικα (megaloútsika)
vocative μεγαλούτσικε (megaloútsike) μεγαλούτσικη (megaloútsiki)
μεγαλούτσικια (megaloútsikia)
μεγαλούτσικο (megaloútsiko) μεγαλούτσικοι (megaloútsikoi) μεγαλούτσικες (megaloútsikes) μεγαλούτσικα (megaloútsika)