μαυρόλαιμη τσίχλα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μαυρόλαιμη τσίχλα • (mavrólaimi tsíchla) f (plural μαυρόλαιμες τσίχλες)
Declension
[edit]- see: μαυρόλαιμος (mavrólaimos) and τσίχλα (tsíchla)
μαυρόλαιμη τσίχλα • (mavrólaimi tsíchla) f (plural μαυρόλαιμες τσίχλες)