Jump to content

μαυροβουνιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μαυροβουνιακός (mavrovouniakósm (feminine μαυροβουνιακή, neuter μαυροβουνιακό)

  1. Montenegrin (relating to Montenegro or its people or language)

Declension

[edit]
Declension of μαυροβουνιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μαυροβουνιακός (mavrovouniakós) μαυροβουνιακή (mavrovouniakí) μαυροβουνιακό (mavrovouniakó) μαυροβουνιακοί (mavrovouniakoí) μαυροβουνιακές (mavrovouniakés) μαυροβουνιακά (mavrovouniaká)
genitive μαυροβουνιακού (mavrovouniakoú) μαυροβουνιακής (mavrovouniakís) μαυροβουνιακού (mavrovouniakoú) μαυροβουνιακών (mavrovouniakón) μαυροβουνιακών (mavrovouniakón) μαυροβουνιακών (mavrovouniakón)
accusative μαυροβουνιακό (mavrovouniakó) μαυροβουνιακή (mavrovouniakí) μαυροβουνιακό (mavrovouniakó) μαυροβουνιακούς (mavrovouniakoús) μαυροβουνιακές (mavrovouniakés) μαυροβουνιακά (mavrovouniaká)
vocative μαυροβουνιακέ (mavrovouniaké) μαυροβουνιακή (mavrovouniakí) μαυροβουνιακό (mavrovouniakó) μαυροβουνιακοί (mavrovouniakoí) μαυροβουνιακές (mavrovouniakés) μαυροβουνιακά (mavrovouniaká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαυροβουνιακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαυροβουνιακός, etc.)

[edit]