μαυρικιανός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μαυρικιανός (mavrikianósm (feminine μαυρικιανή, neuter μαυρικιανό)

  1. Mauritian (of or pertaining to Mauritius or its people)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μαυρικιανός (mavrikianós) μαυρικιανή (mavrikianí) μαυρικιανό (mavrikianó) μαυρικιανοί (mavrikianoí) μαυρικιανές (mavrikianés) μαυρικιανά (mavrikianá)
genitive μαυρικιανού (mavrikianoú) μαυρικιανής (mavrikianís) μαυρικιανού (mavrikianoú) μαυρικιανών (mavrikianón) μαυρικιανών (mavrikianón) μαυρικιανών (mavrikianón)
accusative μαυρικιανό (mavrikianó) μαυρικιανή (mavrikianí) μαυρικιανό (mavrikianó) μαυρικιανούς (mavrikianoús) μαυρικιανές (mavrikianés) μαυρικιανά (mavrikianá)
vocative μαυρικιανέ (mavrikiané) μαυρικιανή (mavrikianí) μαυρικιανό (mavrikianó) μαυρικιανοί (mavrikianoí) μαυρικιανές (mavrikianés) μαυρικιανά (mavrikianá)
[edit]