ματωμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Participle of ματώνω (matóno, to bleed)

Adjective

[edit]

ματωμένος (matoménosm (feminine ματωμένη, neuter ματωμένο)

  1. bloody, bloodstained, bleeding

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ματωμένος (matoménos) ματωμένη (matoméni) ματωμένο (matoméno) ματωμένοι (matoménoi) ματωμένες (matoménes) ματωμένα (matoména)
genitive ματωμένου (matoménou) ματωμένης (matoménis) ματωμένου (matoménou) ματωμένων (matoménon) ματωμένων (matoménon) ματωμένων (matoménon)
accusative ματωμένο (matoméno) ματωμένη (matoméni) ματωμένο (matoméno) ματωμένους (matoménous) ματωμένες (matoménes) ματωμένα (matoména)
vocative ματωμένε (matoméne) ματωμένη (matoméni) ματωμένο (matoméno) ματωμένοι (matoménoi) ματωμένες (matoménes) ματωμένα (matoména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ματωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ματωμένος, etc.)