Jump to content

ματαιοδοξία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ματαιοδοξία (mataiodoxíaf (plural ματαιοδοξίες)

  1. vanity, vainglory, conceit

Declension

[edit]
Declension of ματαιοδοξία
singular plural
nominative ματαιοδοξία (mataiodoxía) ματαιοδοξίες (mataiodoxíes)
genitive ματαιοδοξίας (mataiodoxías) ματαιοδοξιών (mataiodoxión)
accusative ματαιοδοξία (mataiodoxía) ματαιοδοξίες (mataiodoxíes)
vocative ματαιοδοξία (mataiodoxía) ματαιοδοξίες (mataiodoxíes)
[edit]