μαρτυρήθηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]μαρτυρήθηκα • (martyríthika)
- 1st person singular simple past form of μαρτυρούμαι (martyroúmai) / μαρτυριέμαι passive of μαρτυρώ/μαρτυράω.
μαρτυρήθηκα • (martyríthika)