μαρτυρήθηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]μαρτυρήθηκα • (martyríthika)
- first-person singular simple past of μαρτυρούμαι (martyroúmai) and μαρτυριέμαι (martyriémai), the passive of μαρτυρώ (martyró) and μαρτυράω (martyráo)