Jump to content

μαρξιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /maɾ.ksi.stiˈkos/
  • Hyphenation: μαρ‧ξι‧στι‧κός

Adjective

[edit]

μαρξιστικός (marxistikósm (feminine μαρξιστική, neuter μαρξιστικό)

  1. Marxist (relating to Marxism)

Declension

[edit]
Declension of μαρξιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μαρξιστικός (marxistikós) μαρξιστική (marxistikí) μαρξιστικό (marxistikó) μαρξιστικοί (marxistikoí) μαρξιστικές (marxistikés) μαρξιστικά (marxistiká)
genitive μαρξιστικού (marxistikoú) μαρξιστικής (marxistikís) μαρξιστικού (marxistikoú) μαρξιστικών (marxistikón) μαρξιστικών (marxistikón) μαρξιστικών (marxistikón)
accusative μαρξιστικό (marxistikó) μαρξιστική (marxistikí) μαρξιστικό (marxistikó) μαρξιστικούς (marxistikoús) μαρξιστικές (marxistikés) μαρξιστικά (marxistiká)
vocative μαρξιστικέ (marxistiké) μαρξιστική (marxistikí) μαρξιστικό (marxistikó) μαρξιστικοί (marxistikoí) μαρξιστικές (marxistikés) μαρξιστικά (marxistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαρξιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαρξιστικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]