μαρμαρυγή
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μαρμαρυγή • (marmarygí) f (plural μαρμαρυγές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαρμαρυγή (marmarygí) | μαρμαρυγές (marmarygés) |
genitive | μαρμαρυγής (marmarygís) | μαρμαρυγών (marmarygón) |
accusative | μαρμαρυγή (marmarygí) | μαρμαρυγές (marmarygés) |
vocative | μαρμαρυγή (marmarygí) | μαρμαρυγές (marmarygés) |
Derived terms
[edit]- κοιλιακή μαρμαρυγή f (koiliakí marmarygí, “ventricular fibrillation”)
- κολπική μαρμαρυγή f (kolpikí marmarygí, “atrial fibrillation”)