μαντολίνο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μαντολίνο • (mantolíno) n (plural μαντολίνα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαντολίνο (mantolíno) | μαντολίνα (mantolína) |
genitive | μαντολίνου (mantolínou) | μαντολίνων (mantolínon) |
accusative | μαντολίνο (mantolíno) | μαντολίνα (mantolína) |
vocative | μαντολίνο (mantolíno) | μαντολίνα (mantolína) |
Further reading
[edit]- μαντολίνο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- μαντολίνο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language