Jump to content

μαντολίνο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μαντολίνο (mantolínon (plural μαντολίνα)

  1. mandolin

Declension

[edit]
Declension of μαντολίνο
singular plural
nominative μαντολίνο (mantolíno) μαντολίνα (mantolína)
genitive μαντολίνου (mantolínou) μαντολίνων (mantolínon)
accusative μαντολίνο (mantolíno) μαντολίνα (mantolína)
vocative μαντολίνο (mantolíno) μαντολίνα (mantolína)

Further reading

[edit]