Jump to content

μανιάτικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μανιάτικος (maniátikosm (feminine μανιάτικη, neuter μανιάτικο)

  1. Maniot, of or relating to the Mani

Declension

[edit]
Declension of μανιάτικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μανιάτικος (maniátikos) μανιάτικη (maniátiki) μανιάτικο (maniátiko) μανιάτικοι (maniátikoi) μανιάτικες (maniátikes) μανιάτικα (maniátika)
genitive μανιάτικου (maniátikou) μανιάτικης (maniátikis) μανιάτικου (maniátikou) μανιάτικων (maniátikon) μανιάτικων (maniátikon) μανιάτικων (maniátikon)
accusative μανιάτικο (maniátiko) μανιάτικη (maniátiki) μανιάτικο (maniátiko) μανιάτικους (maniátikous) μανιάτικες (maniátikes) μανιάτικα (maniátika)
vocative μανιάτικε (maniátike) μανιάτικη (maniátiki) μανιάτικο (maniátiko) μανιάτικοι (maniátikoi) μανιάτικες (maniátikes) μανιάτικα (maniátika)
[edit]
see:Μάνη f (Máni, Mani)