Jump to content

μαμμή

From Wiktionary, the free dictionary
See also: μάμμη

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μαμμή (mammíf (plural μαμμές)

  1. (colloquial) midwife

Declension

[edit]
singular plural
nominative μαμμή (mammí) μαμμές (mammés)
genitive μαμμής (mammís) μαμμών (mammón)
accusative μαμμή (mammí) μαμμές (mammés)
vocative μαμμή (mammí) μαμμές (mammés)

Synonyms

[edit]