Jump to content

μαλτεζικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μαλτεζικός (maltezikósm (feminine μαλτεζική, neuter μαλτεζικό)

  1. Alternative form of μαλτέζικος (maltézikos)

Declension

[edit]
Declension of μαλτεζικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μαλτεζικός (maltezikós) μαλτεζική (maltezikí) μαλτεζικό (maltezikó) μαλτεζικοί (maltezikoí) μαλτεζικές (maltezikés) μαλτεζικά (malteziká)
genitive μαλτεζικού (maltezikoú) μαλτεζικής (maltezikís) μαλτεζικού (maltezikoú) μαλτεζικών (maltezikón) μαλτεζικών (maltezikón) μαλτεζικών (maltezikón)
accusative μαλτεζικό (maltezikó) μαλτεζική (maltezikí) μαλτεζικό (maltezikó) μαλτεζικούς (maltezikoús) μαλτεζικές (maltezikés) μαλτεζικά (malteziká)
vocative μαλτεζικέ (malteziké) μαλτεζική (maltezikí) μαλτεζικό (maltezikó) μαλτεζικοί (maltezikoí) μαλτεζικές (maltezikés) μαλτεζικά (malteziká)