μαλλί της γριάς
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]μαλλί (mallí, “hair”) γριά (griá, “old woman”)
Noun
[edit]μαλλί της γριάς • (mallí tis griás) n (plural μαλλιά της γριάς)
- candy floss (UK), cotton candy (US)
Further reading
[edit]- μαλλί της γριάς on the Greek Wikipedia.Wikipedia el