μακαρονοειδής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μακαρονοειδής (makaronoeidísm (feminine μακαρονοειδής, neuter μακαρονοειδές)

  1. macaronic, sesquipedalian

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μακαρονοειδής (makaronoeidís) μακαρονοειδής (makaronoeidís) μακαρονοειδές (makaronoeidés) μακαρονοειδείς (makaronoeideís) μακαρονοειδείς (makaronoeideís) μακαρονοειδή (makaronoeidí)
genitive μακαρονοειδούς (makaronoeidoús)
μακαρονοειδή (makaronoeidí)
μακαρονοειδούς (makaronoeidoús) μακαρονοειδούς (makaronoeidoús) μακαρονοειδών (makaronoeidón) μακαρονοειδών (makaronoeidón) μακαρονοειδών (makaronoeidón)
accusative μακαρονοειδή (makaronoeidí) μακαρονοειδή (makaronoeidí) μακαρονοειδές (makaronoeidés) μακαρονοειδείς (makaronoeideís) μακαρονοειδείς (makaronoeideís) μακαρονοειδή (makaronoeidí)
vocative μακαρονοειδή (makaronoeidí)
μακαρονοειδής (makaronoeidís)
μακαρονοειδής (makaronoeidís) μακαρονοειδές (makaronoeidés) μακαρονοειδείς (makaronoeideís) μακαρονοειδείς (makaronoeideís) μακαρονοειδή (makaronoeidí)