Jump to content

μαθητευόμενη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μαθητευόμενη (mathitevómenif (plural μαθητευόμενες, masculine μαθητευόμενος)

  1. apprentice

Declension

[edit]
Declension of μαθητευόμενη
singular plural
nominative μαθητευόμενη (mathitevómeni) μαθητευόμενες (mathitevómenes)
genitive μαθητευόμενης (mathitevómenis) -
accusative μαθητευόμενη (mathitevómeni) μαθητευόμενες (mathitevómenes)
vocative μαθητευόμενη (mathitevómeni) μαθητευόμενες (mathitevómenes)

Synonyms

[edit]
[edit]