Jump to content

μαγκάνιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μαγκάνιο (magkánion (uncountable)

  1. Alternative form of μαγγάνιο (mangánio)

Declension

[edit]
singular
nominative μαγκάνιο (magkánio)
genitive μαγκανίου (magkaníou)
accusative μαγκάνιο (magkánio)
vocative μαγκάνιο (magkánio)