μαγειρική σόδα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μαγειρική σόδα • (mageirikí sóda) f (uncountable)
- baking soda (sodium bicarbonate)
See also
[edit]- μπέικιν πάουντερ n (béikin páounter, “baking powder”)
μαγειρική σόδα • (mageirikí sóda) f (uncountable)