Jump to content

μάλλινος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μάλλινος (mállinosm (feminine μάλλινη, neuter μάλλινο)

  1. woollen, woolly (UK); woolen (US)

Declension

[edit]
Declension of μάλλινος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μάλλινος (mállinos) μάλλινη (mállini) μάλλινο (mállino) μάλλινοι (mállinoi) μάλλινες (mállines) μάλλινα (mállina)
genitive μάλλινου (mállinou) μάλλινης (mállinis) μάλλινου (mállinou) μάλλινων (mállinon) μάλλινων (mállinon) μάλλινων (mállinon)
accusative μάλλινο (mállino) μάλλινη (mállini) μάλλινο (mállino) μάλλινους (mállinous) μάλλινες (mállines) μάλλινα (mállina)
vocative μάλλινε (málline) μάλλινη (mállini) μάλλινο (mállino) μάλλινοι (mállinoi) μάλλινες (mállines) μάλλινα (mállina)
[edit]
see: μαλλί n (mallí, wool)