λυδικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]λυδικός • (lydikós) m (feminine λυδική, neuter λυδικό)
Declension
[edit]Declension of λυδικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λυδικός • | λυδική • | λυδικό • | λυδικοί • | λυδικές • | λυδικά • |
genitive | λυδικού • | λυδικής • | λυδικού • | λυδικών • | λυδικών • | λυδικών • |
accusative | λυδικό • | λυδική • | λυδικό • | λυδικούς • | λυδικές • | λυδικά • |
vocative | λυδικέ • | λυδική • | λυδικό • | λυδικοί • | λυδικές • | λυδικά • |
Related terms
[edit]- Λυδία f (Lydía, “Lydia”)