λοφιοφόρος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

λοφιο (lofio, crest, plume) +‎ -φόρος (-fóros, adjective forming)

Adjective

[edit]

λοφιοφόρος (lofiofórosm (feminine λοφιοφόρος, neuter λοφιοφόρο)

  1. crested, plumed, having a crest or plume (birds, military uniforms, etc)

Declension

[edit]
Declension of λοφιοφόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λοφιοφόρος (lofiofóros) λοφιοφόρη (lofiofóri) λοφιοφόρο (lofiofóro) λοφιοφόροι (lofiofóroi) λοφιοφόρες (lofiofóres) λοφιοφόρα (lofiofóra)
genitive λοφιοφόρου (lofiofórou) λοφιοφόρης (lofiofóris) λοφιοφόρου (lofiofórou) λοφιοφόρων (lofiofóron) λοφιοφόρων (lofiofóron) λοφιοφόρων (lofiofóron)
accusative λοφιοφόρο (lofiofóro) λοφιοφόρη (lofiofóri) λοφιοφόρο (lofiofóro) λοφιοφόρους (lofiofórous) λοφιοφόρες (lofiofóres) λοφιοφόρα (lofiofóra)
vocative λοφιοφόρε (lofiofóre) λοφιοφόρη (lofiofóri) λοφιοφόρο (lofiofóro) λοφιοφόροι (lofiofóroi) λοφιοφόρες (lofiofóres) λοφιοφόρα (lofiofóra)