Jump to content

λουξεμβουργιανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

λουξεμβουργιανός (louxemvourgianósm (feminine λουξεμβουργιανή, neuter λουξεμβουργιανό)

  1. Luxembourgian (relating to Luxembourg or its people or language)

Declension

[edit]
Declension of λουξεμβουργιανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λουξεμβουργιανός (louxemvourgianós) λουξεμβουργιανή (louxemvourgianí) λουξεμβουργιανό (louxemvourgianó) λουξεμβουργιανοί (louxemvourgianoí) λουξεμβουργιανές (louxemvourgianés) λουξεμβουργιανά (louxemvourgianá)
genitive λουξεμβουργιανού (louxemvourgianoú) λουξεμβουργιανής (louxemvourgianís) λουξεμβουργιανού (louxemvourgianoú) λουξεμβουργιανών (louxemvourgianón) λουξεμβουργιανών (louxemvourgianón) λουξεμβουργιανών (louxemvourgianón)
accusative λουξεμβουργιανό (louxemvourgianó) λουξεμβουργιανή (louxemvourgianí) λουξεμβουργιανό (louxemvourgianó) λουξεμβουργιανούς (louxemvourgianoús) λουξεμβουργιανές (louxemvourgianés) λουξεμβουργιανά (louxemvourgianá)
vocative λουξεμβουργιανέ (louxemvourgiané) λουξεμβουργιανή (louxemvourgianí) λουξεμβουργιανό (louxemvourgianó) λουξεμβουργιανοί (louxemvourgianoí) λουξεμβουργιανές (louxemvourgianés) λουξεμβουργιανά (louxemvourgianá)
[edit]