λογιστήριο
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]λογιστήριο • (logistírio) n (plural λογιστήρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λογιστήριο (logistírio) | λογιστήρια (logistíria) |
genitive | λογιστηρίου (logistiríou) λογιστήριου (logistíriou) |
λογιστηρίων (logistiríon) λογιστήριων (logistírion) |
accusative | λογιστήριο (logistírio) | λογιστήρια (logistíria) |
vocative | λογιστήριο (logistírio) | λογιστήρια (logistíria) |