Jump to content

λογιστήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /loʝiˈstiɾio/
  • Hyphenation: λο‧γι‧στή‧ρι‧ο

Noun

[edit]

λογιστήριο (logistírion (plural λογιστήρια)

  1. accounting department

Declension

[edit]
Declension of λογιστήριο
singular plural
nominative λογιστήριο (logistírio) λογιστήρια (logistíria)
genitive λογιστηρίου (logistiríou)
λογιστήριου (logistíriou)
λογιστηρίων (logistiríon)
λογιστήριων (logistírion)
accusative λογιστήριο (logistírio) λογιστήρια (logistíria)
vocative λογιστήριο (logistírio) λογιστήρια (logistíria)