Jump to content

λιόχαρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

λιόχαρος (liócharosm (feminine λιόχαρη, neuter λιόχαρο)

  1. Alternative form of ηλιόχαρος (iliócharos)

Declension

[edit]
Declension of λιόχαρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λιόχαρος (liócharos) λιόχαρη (lióchari) λιόχαρο (liócharo) λιόχαροι (liócharoi) λιόχαρες (lióchares) λιόχαρα (lióchara)
genitive λιόχαρου (liócharou) λιόχαρης (liócharis) λιόχαρου (liócharou) λιόχαρων (liócharon) λιόχαρων (liócharon) λιόχαρων (liócharon)
accusative λιόχαρο (liócharo) λιόχαρη (lióchari) λιόχαρο (liócharo) λιόχαρους (liócharous) λιόχαρες (lióchares) λιόχαρα (lióchara)
vocative λιόχαρε (lióchare) λιόχαρη (lióchari) λιόχαρο (liócharo) λιόχαροι (liócharoi) λιόχαρες (lióchares) λιόχαρα (lióchara)